stock split

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
stock split stock splits

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stock split < → δείτε τις λέξεις stock και split

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

stock split (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • stock split στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια