Μετάβαση στο περιεχόμενο

strange

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός strange
συγκριτικός stranger
υπερθετικός strangest

Επίθετο

[επεξεργασία]

strange (en)

  • παράξενος
      I felt very strange after I started consuming it.
    Αισθάνθηκα πολύ παράξενα αφού άρχισα να το καταναλώνω.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]