curious
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | curious |
συγκριτικός | more curious |
υπερθετικός | most curious |
Επίθετο
[επεξεργασία]curious (en)
- περίεργος, αδιάκριτος
- ⮡ I’m curious to know where he went.
- Είμαι περίεργος να μάθω πού πήγε.
- ⮡ I don’t want curious eyes to see it.
- Δε θέλω να το δούνε περίεργα μάτια.
- ≈ συνώνυμα: inquisitive
- ⮡ I’m curious to know where he went.
- περίεργος, παράξενος
Πηγές
[επεξεργασία]- curious - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 684. ISBN 9780194325684., λήμμα: περίεργος