streptokoko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- streptokoko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | streptokoko | streptokokoj |
αιτιατική | streptokokon | streptokokojn |
streptokoko (eo)
- (ιατρική) ο στρεπτόκοκκος