stub
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
stub (en)
- απόκομμα, στέλεχος (πχ εισιτηρίου)
- (στα βικιεγχειρήματα) προσχέδιο, σελίδα που χρειάζεται επέκταση
stub (en)
- ξεριζώνω
- κόβω ένα φυτό πολύ κοντά στο έδαφος
- χτυπάω το δάχτυλό μου