subscription
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
subscription | subscriptions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]subscription (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η συνδρομή
- ⮡ the purchase of a one-year subscription
- ⮡ I am renewing/canceling my subscription.
- Ανανεώνω/Διακόπτω τη συνδρομή μου.
- (πληροφορική) η εγγραφή
- ⮡ the subscription to a YouTube channel - η εγγραφή σε κανάλια YouTube