suĉinfano
(Ανακατεύθυνση από sucxinfano)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suĉinfano | suĉinfanoj |
αιτιατική | suĉinfanon | suĉinfanojn |
suĉinfano (eo)
- το βρέφος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suĉinfano | suĉinfanoj |
αιτιατική | suĉinfanon | suĉinfanojn |
suĉinfano (eo)