suicide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suicide (en)
- η αυτοκτονία
- ο/η αυτόχειρας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suicide | suicides |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suicide (fr) αρσενικό