Μετάβαση στο περιεχόμενο

suicide

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
suicide suicides

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

suicide (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αυτοκτονία, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοκτονώ
      Suicide is common in people suffering from depression.
    Η αυτοκτονία συνηθίζεται σε άτομα που πάσχουν από μελαγχολία.
  2. (μη μετρήσιμο) η αυτοκτονία, πράξη που επιφέρει την ηθική ή υλική αυτοκαταστροφή
      His resignation is tantamount to political suicide.
    Η παραίτησή του ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία.
  3. (επίσημο) ο/η αυτόχειρας

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
suicide suicides

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
suicide < λατινική sui (προς τον ίδιο) + -cide

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

suicide (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]