suicide
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
suicide | suicides |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]suicide (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αυτοκτονία, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοκτονώ
- ⮡ Suicide is common in people suffering from depression.
- Η αυτοκτονία συνηθίζεται σε άτομα που πάσχουν από μελαγχολία.
- ⮡ Suicide is common in people suffering from depression.
- (μη μετρήσιμο) η αυτοκτονία, πράξη που επιφέρει την ηθική ή υλική αυτοκαταστροφή
- ⮡ His resignation is tantamount to political suicide.
- Η παραίτησή του ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία.
- ⮡ His resignation is tantamount to political suicide.
- (επίσημο) ο/η αυτόχειρας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
suicide | suicides |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]suicide (fr) αρσενικό
- η αυτοκτονία, (λόγιο) η αυτοχειρία