sukceno
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | sukceno | sukcenoj |
| αιτιατική | sukcenon | sukcenojn |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sukˈt͡se.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : suk‐ce‐no
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sukceno (eo)
- (ορυκτολογία) το κεχριμπάρι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- sukceno στην εσπεράντο Βικιπαίδεια
