sunbankremo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sunbankremo | sunbankremoj |
αιτιατική | sunbankremon | sunbankremojn |
sunbankremo (eo)
- η κρέμα ηλίου, η αντιηλιακή κρέμα