superlativo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- superlativo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superlativo | superlativoj |
αιτιατική | superlativon | superlativojn |
superlativo (eo)
- (γραμματική) ο υπερθετικός βαθμός