surdos

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
surdos surdos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

surdos (fr) αρσενικό