survenant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | survenant | survenants |
θηλυκό | survenante | survenantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
survenant (fr)
- επερχόμενος, που προκύπτει ξαφνικά
Μετοχή[επεξεργασία]
survenant (fr)