survivor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

survivor < survive < αγγλονορμανδικά survivre < παλαιά γαλλικά survivre < υστερολατινική supervivere < λατινική super + vivere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vivo < πρωτοϊταλική *gʷīwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷíh₃weti (ζω) < gʷih₃wós < *gʷeyh₃- (ζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɚˈvaɪvɚ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

survivor (en)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

(εσφαλμένα/κακομεταφράσεις: rescued (en): διασωθείς (προσοχή, ο διασωθείς στην ονομαστική ενικού έχει κατάληξη "-εις"), σωσμένος)