survivor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
survivor | survivors |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
survivor (en)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
(εσφαλμένα/κακομεταφράσεις: rescued (en): διασωθείς (προσοχή, ο διασωθείς στην ονομαστική ενικού έχει κατάληξη "-εις"), σωσμένος)