survivor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
survivor survivors

Ετυμολογία [επεξεργασία]

survivor < survive + -or

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɚˈvaɪvɚ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

survivor (en)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

(εσφαλμένα/κακομεταφράσεις: rescued (en): διασωθείς (προσοχή, ο διασωθείς στην ονομαστική ενικού έχει κατάληξη "-εις"), σωσμένος)

Πηγές[επεξεργασία]