επιζών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιζών : μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επιζώ < αρχαία ελληνική ἐπιζῶν
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
επιζών
- (ως ουσιαστικό) αυτός που επιζεί, ιδίως μετά από ένα καταστροφικό γεγονός που για άλλους υπήρξε θανατηφόρο
- Ήταν ένα ναυάγιο που δεν άφησε επιζώντες.
- (ως επίθετο) που επιζεί, ιδίως μετά από ένα καταστροφικό γεγονός που για άλλους υπήρξε θανατηφόρο
- Όλοι οι επιζώντες επιβάτες του άτυχου λεωφορείου μεταφέρθηκαν στα κοντινότερα νοσοκομεία.