sweeten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | sweeten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sweetens |
αόριστος | sweetened |
παθητική μετοχή | sweetened |
ενεργητική μετοχή | sweetening |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sweeten (en)
- γλυκαίνω φαγητά ή ποτά με ζάχαρη κτλ.
- ↪ You sweetened the coffee too much.
- Πολύ τον γλύκανες τον καφέ.
- ↪ You sweetened the coffee too much.