switchman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
switchman | switchmen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
switchman (en)
ενικός | πληθυντικός |
switchman | switchmen |
switchman (en)