téméraire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

téméraire < λατινική temerarius (τυχαίος, απ' όπου πήρε την έννοια του απερίσκεπτος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.me.ʁɛʁ/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
téméraire téméraires

téméraire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παράτολμος
  2. απερίσκεπτος