téméraire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- téméraire < λατινική temerarius (τυχαίος, απ' όπου πήρε την έννοια του απερίσκεπτος)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
téméraire | téméraires |
téméraire (fr) αρσενικό ή θηλυκό