taboo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
taboo < πολυνησιακή γλώσσα (άμεσο δάνειο) τόνγκα tapu (απαγορευμένος, ιερός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

taboo (en)

Απόγονοι

[επεξεργασία]

taboo (αγγλικά)

γαλλικά: tabou
νέα ελληνικά: ταμπού