taboulé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- taboulé < αραβική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
taboulé | taboulés |
taboulé (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το ταμπουλέ, φαγητό συριολιβανέζικης προέλευσης με πλιγούρι, μαϊντανό, κρεμμύδια, μέντα και ντομάτες, που προσφέρεται με λαδολέμονο