tailor-made

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tailor-made < tailor + made

Επίθετο

[επεξεργασία]

tailor-made (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. εξατομικευμένος, ραμμένο και κομμένο στα μέτρα κάποιου, που είναι φτιαγμένο για συγκεκριμένο άτομο ή σκοπό, και επομένως πολύ κατάλληλο
    ⮡  a tailor-made treatment - εξατομικευμένη θεραπεία
    ⮡  This job is tailor-made for him.
    Αυτή η δουλειά είναι ραμμένη και κομμένη στα μέτρα του.
     συνώνυμα:  custom-made, customized, individualized και tailored
  2. κατά παραγγελία, επί παραγγελία, για ρούχα που κατασκευάζονται από ράφτη για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο
    ⮡  I had my suit custom-made.
    Έφτιαξα το κοστούμι μου επί παράγγειλα.