take-off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: take off

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
take-off take-offs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

take-off (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απογείωση
    a runway for take-off - διάδρομος απογειώσεως
    The plane has been cleared for take-off from runway 3.
    Δόθηκε άδεια για απογείωση στο αεροπλάνο από τον διάδρομο 3.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]