take advantage of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
take advantage of (en) (ιδιωματισμός)
- εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάτι καλά· αξιοποιώ μια ευκαιρία
- ↪ I am taking advantage of my time well.
- Εκμεταλλεύομαι το χρόνο μου καλά.
- ↪ I am taking advantage of my time well.
- εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάποιον ή κάτι με τρόπο άδικο ή ανέντιμο