Μετάβαση στο περιεχόμενο

exploit

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exploit exploits

exploit (en)

  1. (συνήθως ενικός) το κατόρθωμα, ο άθλος, το ανδραγάθημα, γενναία, συναρπαστική ή ενδιαφέρουσα πράξη
      his military exploits - τα πολεμικά του κατορθώματα
      his heroic exploits - ο ηρωικός του άθλος
      the exploits of brave men - τα ανδραγαθήματα των γενναίων ανδρών
  2. (πληροφορική) το πρόγραμμα ή γενικότερα η τεχνική που εκμεταλλεύεται ένα κενό ασφάλειας ενός άλλου λογισμικού
     δείτε τη λέξη zero-day exploit
ενεστώτας exploit
γ΄ ενικό ενεστώτα exploits
αόριστος exploited
παθητική μετοχή exploited
ενεργητική μετοχή exploiting

exploit (en)

  1. (κακόσημο) εκμεταλλεύομαι, μεταχειρίζομαι ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ως ευκαιρία να αποκτήσω ένα πλεονέκτημα για τον εαυτό μου
      They exploit people’s ignorance.
    Εκμεταλλεύονται την αμάθεια του κόσμου.
     συνώνυμα:  prey on, take advantage of και trade on
  2. (κακόσημο) εκμεταλλεύομαι, μεταχειρίζομαι κάποιον άδικα κάνοντας τον να δουλέψει και δεν του δίνω πολλά σε αντάλλαγμα
      That business exploits its employees.
    Εκείνη η επιχείρηση εκμεταλλεύεται τους υπάλληλους της.
  3. εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ κάτι καλά για να κερδίσω όσο το δυνατόν περισσότερα από αυτό
      In order to better exploit the space, we need to change the layout.
    Για να εκμεταλλευτούμε καλύτερα το χώρο, πρέπει να αλλάξουμε διαρρύθμιση.
      He exploited all the opportunities he was given.
    Αξιοποίησε όλες τις ευκαιρίες που του δόθηκαν.
      She exploited her charm.
    Χρησιμοποίησε τη γοητεία της.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη capitalize on
  4. εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, αναπτύσσω ή χρησιμοποιώ κάτι για επιχείρηση ή βιομηχανία
      The state should exploit all its wealth-producing resources.
    Το κράτος πρέπει να εκμεταλλευτεί όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές.
      They are exploiting the materials of the area.
    Αξιοποιούν τα υλικά της περιοχής.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη capitalize on

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exploit (fr) αρσενικό