exploit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exploit (en)
- κατόρθωμα, επίτευγμα, άθλος
- ανδραγάθημα
- (πληροφορική) το πρόγραμμα ή γενικότερα η τεχνική που εκμεταλλεύεται ένα κενό ασφάλειας ενός άλλου λογισμικού
- → δείτε τη λέξη zero-day exploit
Ρήμα[επεξεργασία]
exploit (en)
[επεξεργασία]
- exploitability
- exploitable
- exploitation
- exploitative, exploitatively
- exploitatory
- exploiter
- exploitive, exploitively
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
exploit στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exploit (fr) αρσενικό
- το κατόρθωμα, το επίτευγμα, ο άθλος
- το ανδραγάθημα