trade on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας trade on
γ΄ ενικό ενεστώτα trades on
αόριστος traded on
παθητική μετοχή traded on
ενεργητική μετοχή trading on

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trade on < → δείτε τις λέξεις trade και on

Ρήμα[επεξεργασία]

trade on (en) (κακόσημο)

  • εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ κάτι προς όφελός μου, ειδικά με άδικο τρόπο
    They trade on people’s ignorance.
    Εκμεταλλεύονται την αμάθεια του κόσμου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exploit

Πηγές[επεξεργασία]