talking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

talking (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

talking (en)

  1. η ενέργεια του talk, η ομιλία, η συζήτηση
    It is usually better to solve problems by talking than by fighting. - Καλύτερα να λύνει κάποιος τα προβλήματα με συζήτηση παρά με διαμάχη.
  2. διαλεκτικός χειρισμός, διαπραγμάτευση
    Let me do the talking - Ασε να το χειριστώ εγώ [μιλώντας], μη μιλάς εσύ, εγώ θα μιλήσω.

Εκφράσεις[επεξεργασία]