talking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
talking (en)
- μετοχή ενεστώτα του ρήματος talk (ομιλώντας, συζητώντας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
talking (en)
- η ενέργεια του talk, η ομιλία, η συζήτηση
- It is usually better to solve problems by talking than by fighting. (Καλύτερα να λύνει κάποιος τα προβλήματα με συζήτηση παρά με διαμάχη)
- διαλεκτικός χειρισμός, διαπραγμάτευση
- Let me do the talking (άσε να το χειριστώ εγώ, μη μιλάς εσύ, εγώ θα μιλήσω)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- talking point θέμα προς διαπραγμάτευση/ θέμα (αρνητικής) συζήτησης-λαβή για σχόλια ή κουτσομπολιά
- now you're talking:(ιδιωματισμός) τώρα επιτέλους μιλάς σωστά, συμφωνώ 100%
- look who's talking: κοίτα ποιος (τολμάει και) μιλάει!