talk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
talk talks

talk (en)

  1. η συζήτηση, η κουβέντα
    We had a long talk about it.
    Είχαμε μεγάλη συζήτηση γι' αυτό.
    We had a lot of talks with him on it.
    Είχαμε πολλές συζητήσεις μαζί του γι' αυτό.
    They settled down for a talk.
    Το στρώσανε στην κουβέντα.
     συνώνυμα:  conversation και discussion
  2. (μόνο πληθυντικός) οι συζητήσεις, συνομιλίες, επίσημες συζητήσεις μεταξύ κυβερνήσεων ή οργανισμών
    The disarmament talks broke down.
    Οι συζητήσεις/συνομιλίες για τον αφοπλισμό απότυχαν.
  3. (uncountable, ανεπίσημο) οι κουβέντες, λόγια που λέγονται, αλλά χωρίς τα απαραίτητα γεγονότα ή ενέργειες για να τα υποστηρίξουν
    Don’t be scared of his threats—they are just talk!
    Μη φοβάσαι τις απειλές του, κουβέντες είναι!

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας talk
γ΄ ενικό ενεστώτα talks
αόριστος talked
παθητική μετοχή talked
ενεργητική μετοχή talking

talk (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /talk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

talk (pl) αρσενικό

  1. το ταλκ