conversation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conversation | conversations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conversation (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συνομιλία, η συζήτηση, η (τηλεφωνική) συνδιάλεξη, μια ανεπίσημη ομιλία που περιλαμβάνει μια μικρή ομάδα ατόμων ή μόνο δύο
Our conversation lasted an hour.
- Η συνομιλία μας κράτησε μια ώρα.
I never had a personal conversation with him.
- Δεν είχα ποτέ προσωπική συνομιλία μαζί του.
The conversation is over.
- Η συζήτηση τελείωσε.
Why does he want to have this conversation?
- Γιατί θέλει να κάνει αυτή τη συζήτηση;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη talk
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conversation (fr) θηλυκό
- η συνομιλία, η συνδιάλεξη