talk out of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | talk out of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | talks out of |
αόριστος | talked out of |
παθητική μετοχή | talked out of |
ενεργητική μετοχή | talking out of |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
talk out of (en)
- μεταπείθω, πείθω κάποιον να μην κάνει κάτι