discussion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
discussion | discussions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
discussion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η συζήτηση για ένα θέμα, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να συζητώ
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
discussion | discussions |
discussion (fr) θηλυκό
- η συζήτηση