Μετάβαση στο περιεχόμενο

tangerine

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tangerine, πορτοκάλι από το Tanger

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tangerine (en)



      ενικός         πληθυντικός  
tangerine tangerines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tangerine (fr) θηλυκό