tau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tau < αρχαία ελληνική ταῦ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tau (fr) αρσενικό άκλιτο
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tau (pl) ουδέτερο
- το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: ταυ