κρεμάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεμάλα οι κρεμάλες
      γενική της κρεμάλας
    αιτιατική την κρεμάλα τις κρεμάλες
     κλητική κρεμάλα κρεμάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεμάλα < κρεμάω / κρεμ(ώ) + -άλα [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾeˈma.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐μά‐λα
Μια κρεμάλα, αγχόνη.
Σκίτσο του παιχνιδιού «κρεμάλα» με κάθε λάθος του παίκτη να αντιστοιχεί σε ένα μέλος του σώματος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεμάλα θηλυκό

  1. ξύλινη, συνήθως, κατασκευή από όπου κρέμεται σκοινί με θηλιά και που χρησιμοποιούνταν για τις εκτελέσεις θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό
     συνώνυμα: αγχόνη, ικρίωμα
  2. (συνεκδοχικά) ο απαγχονισμός, το κρέμασμα
    1. (μεταφορικά) πολύ αυστηρή ποινή σε εκφράσεις όπως: [3]
      η υπόθεση σηκώνει κρεμάλα, πάω για κρεμάλα, θέλει κρεμάλα
      ※  Ήρωες νέοι μη σας τρομάζουν
      Δίκες κρεμάλες και άλλες ποινές.
      Από το αντάρτικο τραγούδι «Άνεμοι θύελλες», παραλλαγή με ελληνικούς στίχους του πολωνικού επαναστατικού τραγουδιού του 1905 Warszawianka)
    2. (μεταφορικά) μεγάλη στενοχώρια σε εκφράσεις όπως [3]
      Είναι λες και τον πάνε για κρεμάλα (είναι πολύ στενοχωρημένος)
  3. (μεταφορικά, σκωπτικό) χιουμοριστικός χαρακτηρισμός του γάμου, της παντρειάς
  4. παιχνίδι με λέξεις, κατά το οποίο ένας παίκτης γράφει το αρχικό και το τελευταίο γράμμα μιας λέξης, αφήνοντας ανάμεσά τους παύλες για τα υπόλοιπα· ένας άλλος παίκτης καλείται να μαντέψει σωστά τα ενδιάμεσα γράμματα, πριν σχεδιαστεί, με κάθε λάθος του, ολόκληρο ένα ανθρωπάκι που κρέμεται σε κρεμάλα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κρεμάλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κρεμάλαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. 3,0 3,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)