taxonomist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
taxonomist (ro) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του taxonomist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un taxonomist | taxonomistul | nişte taxonomiști | taxonomiștii |
γενική | a unui taxonomist | taxonomistului | a unor taxonomiști | taxonomiștilor |
δοτική | a unui taxonomist | taxonomistului | a unor taxonomiști | taxonomiștilor |
αιτιατική | un taxonomist | taxonomistul | nişte taxonomiști | taxonomiștii |
κλητική | — | - | — | - |