tereno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tereno | terenoj |
αιτιατική | terenon | terenojn |
tereno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tereno | terenoj |
αιτιατική | terenon | terenojn |
tereno (eo)