termino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- termino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | termino | terminoj |
αιτιατική | terminon | terminojn |
termino (eo)
- ο (τεχνικός, κλπ) όρος
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
termino (it)
- α΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα του ρήματος terminare