testamento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | testamento | testamentoj |
αιτιατική | testamenton | testamentojn |
testamento (eo)
- η διαθήκη
- la Malnova Testamento, η Παλαιά Διαθήκη
- la Nova Testamento, η Καινή Διαθήκη