testimonial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

testimonial (en)

  1. η μαρτυρία, η ένορκη κατάθεση
  2. η συστατική επιστολή
  3. αγώνας προς τιμήν αθλητή ή παλαίμαχου, ο οποίος αποκομίζει ποσοστό των κερδών

Επίθετο[επεξεργασία]

testimonial (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό testimonial testimoniaux
θηλυκό testimoniale testimoniales

testimonial (fr)

  1. μαρτυρικός

Παράγωγα[επεξεργασία]