Μετάβαση στο περιεχόμενο

textbook

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
textbook textbooks

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
textbook < text + book

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

textbook (en)

  • το εγχειρίδιο, σχολικό βιβλίο, διδακτικό βιβλίο
      textbooks in electronic format - τα σχολικά βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή