Μετάβαση στο περιεχόμενο

book

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
book books

book (en)

  • το βιβλίο
      The author of the book will do the translation himself.
    Ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου θα κάνει τη μετάφραση.
      How many science fiction books have you read?
    Πόσα βιβλία επιστημονικής φαντασίας έχεις διαβάσει;

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας book
γ΄ ενικό ενεστώτα books
αόριστος booked
παθητική μετοχή booked
ενεργητική μετοχή booking

book (en)

  1. κρατώ, κλείνω, κάνω κράτηση
      I am booking a table at a restaurant.
    Κρατώ τραπέζι σ' ένα εστιατόριο.
      We booked our tickets yesterday.
    Κλείσαμε τα εισιτήριά μας χθες.
     συνώνυμα: reserve
  2. (με it, αμετάβατο, αργκό) ορμώ, πετιέμαι, κινούμαι πολύ γρήγορα
      We booked it to catch the bus.
    Όρμησαν να προλάβουν το λεωφορείο.
      He booked it out of the room.
    Πετάχτηκε έξω από το δωμάτιο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη dart

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]