thud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]thud < (κληρονομημένο) μέση αγγλική thudden
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
thud | thuds |
thud (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | thud |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thuds |
αόριστος | thudded |
παθητική μετοχή | thudded |
ενεργητική μετοχή | thudding |
thud (en)
- κάνω γδούπο