Μετάβαση στο περιεχόμενο

timespan

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
timespan timespans

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
timespan < time + span

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

timespan (en)

  • το διάστημα, η αόριστη ή συγκεκριμένη χρονική απόσταση
      within a timespan of five minutes - μέσα σε διάστημα πέντε λεπτών
      after a timespan of ten years - ύστερα από διάστημα δέκα χρόνων
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη period