tingle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας tingle
γ΄ ενικό ενεστώτα tingles
αόριστος tingled
παθητική μετοχή tingled
ενεργητική μετοχή tingling

Ρήμα[επεξεργασία]

tingle (en)

  • (αμετάβατο) μουδιάζω, μυρμηγκιάζω, μυρμηδίζω, για ένα μέρος του σώματός μου όπου νιώθω σαν να υπάρχουν πολλά μικρά συνεχή τσιμπήματα
    My legs were tingling from lying around and I got up to go for a walk.
    Μούδιασε από το καθισιό και σηκώθηκε να κάνει μια βόλτα.
    My hands are tingling from the cold.
    Τα χέρια μου μυρμηδίζουν από το κρύο.
    Shake your legs to stop the tingling (feeling).
    Κούνησε τα πόδια σου να ξεμουδιάσουν.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]