μουδιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουδιάζω < μεσαιωνική ελληνική μουδιῶ + -άζω < αρχαία ελληνική αἱμωδιάω / αἱμωδιῶ < αἱμωδία < αἷμα[1] + ὀδούς/ὀδών
Ρήμα[επεξεργασία]
μουδιάζω
- αισθάνομαι μια (προσωρινή) αναισθησία σε κάποιο μέλος του σώματος
- επιφέρω μια (προσωρινή) αναισθησία σε κάποιο μέλος του σώματος
- (μεταφορικά) δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, παραμένω άπραγος και αδρανής
- (μεταφορικά) φέρνω κάποιον σε τέτοια κατάσταση, που να μην ξέρει πώς να ενεργήσει, να παραμένει άπραγος και αδρανής
[επεξεργασία]
- αιμωδία
- αμούδιαστα
- αμούδιαστος
- απομουδιάζω
- μούδιασμα
- μουδιασμένα
- μουδιασμένος
- ξεμουδιάζω
- ξεμούδιασμα
- → δείτε τις λέξεις αίμα και δόντι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μουδιάζω | μούδιαζα | θα μουδιάζω | να μουδιάζω | μουδιάζοντας | |
β' ενικ. | μουδιάζεις | μούδιαζες | θα μουδιάζεις | να μουδιάζεις | μούδιαζε | |
γ' ενικ. | μουδιάζει | μούδιαζε | θα μουδιάζει | να μουδιάζει | ||
α' πληθ. | μουδιάζουμε | μουδιάζαμε | θα μουδιάζουμε | να μουδιάζουμε | ||
β' πληθ. | μουδιάζετε | μουδιάζατε | θα μουδιάζετε | να μουδιάζετε | μουδιάζετε | |
γ' πληθ. | μουδιάζουν(ε) | μούδιαζαν μουδιάζαν(ε) |
θα μουδιάζουν(ε) | να μουδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μούδιασα | θα μουδιάσω | να μουδιάσω | μουδιάσει | ||
β' ενικ. | μούδιασες | θα μουδιάσεις | να μουδιάσεις | μούδιασε | ||
γ' ενικ. | μούδιασε | θα μουδιάσει | να μουδιάσει | |||
α' πληθ. | μουδιάσαμε | θα μουδιάσουμε | να μουδιάσουμε | |||
β' πληθ. | μουδιάσατε | θα μουδιάσετε | να μουδιάσετε | μουδιάστε | ||
γ' πληθ. | μούδιασαν μουδιάσαν(ε) |
θα μουδιάσουν(ε) | να μουδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μουδιάσει | είχα μουδιάσει | θα έχω μουδιάσει | να έχω μουδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μουδιάσει | είχες μουδιάσει | θα έχεις μουδιάσει | να έχεις μουδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μουδιάσει | είχε μουδιάσει | θα έχει μουδιάσει | να έχει μουδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μουδιάσει | είχαμε μουδιάσει | θα έχουμε μουδιάσει | να έχουμε μουδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μουδιάσει | είχατε μουδιάσει | θα έχετε μουδιάσει | να έχετε μουδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μουδιάσει | είχαν μουδιάσει | θα έχουν μουδιάσει | να έχουν μουδιάσει |
|