tiroir-caisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.ʁwar⋅kɛs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tiroir-caisse | tiroirs-caisses |
tiroir-caisse (fr) αρσενικό