tiroir-caisse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tiroir-caisse < tiroir + caisse

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.ʁwar⋅kɛs/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
tiroir-caisse tiroirs-caisses

tiroir-caisse (fr) αρσενικό

  1. το συρτάρι μιας ταμειακής μηχανής
  2. το περιεχόμενο ενός ταμείου