tomato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιαπωνικά (ja)[επεξεργασία]
Μεταγραφή[επεξεργασία]
tomato (rōmaji)
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tomato | tomatoes |
tomato (en)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | tomato |
αιτιατική | tomaton |
tomato (eo)