trade in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας trade in
γ΄ ενικό ενεστώτα trades in
αόριστος traded in
παθητική μετοχή traded in
ενεργητική μετοχή trading in

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trade in < → δείτε τις λέξεις trade και in

Ρήμα[επεξεργασία]

trade in (en)

  • δίνω κάτι μεταχειρισμένο ως τμήμα της πληρωμής ενός νέου είδους
    He traded in his old car for a new model.
    Έδωσε το παλιό του αυτοκίνητου και πήρε καινούριο μοντέλο.

Πηγές[επεξεργασία]