translittération
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
translittération | translittérations |
translittération (fr) θηλυκό
- μεταγραμματισμός, καταγραφή ενός κειμένου, γράμμα προς γράμμα, από μια γλώσσα σε μια άλλη