trebbiano

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
trebbiano trebbiani

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trebbiano < λατινική Trebulanus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

trebbiano (it) αρσενικό

  1. μια ευρέως καλλιεργούμενη ιταλική ποικιλία σταφυλιών υψηλής οξύτητας, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή λευκού κρασιού και κονιάκ
  2. (ποτό) ποικιλία λευκού ξηρού κρασιού από αυτό το σταφύλι

Πηγές[επεξεργασία]