tringle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tringle tringles

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tringle < μέση γαλλική tingle

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁɛ̃ɡl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tringle (fr) αρσενικό

  1. το κουρτινόξυλο, ο « σιδηρόδρομος »
  2. εργαλείο ενός τενεκετζή
  3. λείος ανάγλυφος διάκοσμος στο κάτω μέρος ενός τριγλύφου

Συγγενικά

[επεξεργασία]